- Προχαρισία
- Προχαρισίᾱ , Προχαρισίαfem nom/voc/acc dualΠροχαρισίᾱ , Προχαρισίαfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προχαρισία — ἡ, Α (ως προσωνυμία τής Θέτιδος) γενναιόδωρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χάρις (πρβλ. χαρίσιος)] … Dictionary of Greek